στραβολαίμιασμα

στραβολαίμιασμα
το
στράβωμα, του λαιμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στραβολαίμιασμα — το, Ν [στραβολαιμιάζω] το στράβωμα τού λαιμού, η απόκλιση τού τραχήλου από την κανονική του θέση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”